lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανότητα στα τσεχική

Λέξη:
ικανότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (39):
adresa, agilnost, bystrost, chytrost, cvik, cvičení, dovednost, důvtip, efektivnost, fakulta, hbitost, kompetence, lehkost, nadání, nácvik, obratnost, obsah, označení, praktický, pravomoc, praxe, prohnanost, příslušnost, rutina, schopnost, vloha, vykonávání, vynalézavost, výcvik, výkonnost, zkušenost, způsobilost, zručnost, zvyk, úskok, účinnost, čilost, šikovnost, živnost
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ικανότητα, ικανότητα συνώνυμο, ικανότητα συγκέντρωσης, ικανότητα πρόσκτησης εσωτερικής γνώσης, ικανότητα προς δικαιοπραξία, ικανότητα δικαιοπραξίας, ικανότητα στα τσεχική, adresa στα ελληνικά
ικανότητα στα τσεχική