lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπνίζω στα τσεχική

Λέξη:
καπνίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (29):
dým, dýmat, hořet, kouř, kouřit, opálit, ožehnout, planout, popálenina, popálení, pražit, propálit, pálit, pára, sežehnout, smažit, spalovat, spálenina, spálení, spálit, udit, vypalovat, vyudit, zakouřit, zapálit, zářit, čadit, čmoudit, čoudit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική καπνίζω, καπνίζω τα τσιγάρα μου, καπνίζω πούρα για σενανε χαμουρα, καπνίζω ονειροκρίτης, καπνίζω μπάφους και παίζω προ, καπνίζω μαύρο, καπνίζω στα τσεχική, dým στα ελληνικά
καπνίζω στα τσεχική