lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατοικώ στα τσεχική

Λέξη:
κατοικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (7):
bydlet, meškat, obývat, prožít, sídlit, žít, zůstávat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κατοικώ, κατοικώ συνώνυμα, κατοικώ στα αγγλικά, κατοικώ ετυμολογία, κατοικώ στα τσεχική, bydlet στα ελληνικά
κατοικώ στα τσεχική