lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μένω στα τσεχική

Λέξη:
μένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (23):
bydlet, dodržet, držet, meškat, mít, obývat, pobýt, pobývat, podržet, pozůstatek, prodlévat, prožít, přidržet, setrvat, stát, sídlit, udržovat, zbytek, zbýt, zbývat, zůstat, zůstávat, žít
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μένω, μένω σε κάποια γειτονιά στίχοι, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω ενεός, μένω εκτός στίχοι, μένω στα τσεχική, bydlet στα ελληνικά
μένω στα τσεχική