lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεταβάλλω στα τσεχική

Λέξη:
μεταβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (14):
adaptovat, napravit, obrátit, proměnit, proměňovat, předělat, přeměnit, přetvořit, reformovat, transformovat, vyrobit, vyrábět, zlepšit, změnit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μεταβάλλω, μεταβάλλω συνωνυμα, μεταβάλλω προταση, μεταβάλλω παρατατικοσ, μεταβάλλω ορισμος, μεταβάλλω λεξικο, μεταβάλλω στα τσεχική, adaptovat στα ελληνικά
μεταβάλλω στα τσεχική