lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προκαλώ στα τσεχική

Λέξη:
προκαλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (29):
dráždit, dát, evokovat, hecovat, jmenovat, objevit, odhalit, odhalovat, plodit, podnítit, podněcovat, provokovat, předvést, přinášet, působit, rodit, svádět, tvořit, vydat, vyprovokovat, vyvolat, vyvolávat, vyzvat, vyzývat, vzdorovat, zplodit, způsobit, čelit, štvát
Σχετικές λέξεις:
τσεχική προκαλώ, προκαλώ την τύχη μου, προκαλώ συνώνυμα, προκαλώ μετάφραση, προκαλώ λεξικό, προκαλώ ετυμολογία, προκαλώ στα τσεχική, dráždit στα ελληνικά
προκαλώ στα τσεχική