lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προλέγω στα τσεχική

Λέξη:
προλέγω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (11):
hádat, ohlašovat, prorokovat, předpovídat, předpovědět, předvídat, tipovat, tušit, uhádnout, vytušit, věštit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική προλέγω, προλέγω στα τσεχική, hádat στα ελληνικά
προλέγω στα τσεχική