lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πτερύγιο στα τσεχική

Λέξη:
πτερύγιο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (9):
ploutev, křidélko, lopata, lopatka, plec, plecko, rameno, špachtle, stěrka
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πτερύγιο, ρινικό πτερύγιο, πτερύγιο ωτός, πτερύγιο στο μάτι, πτερύγιο οφθαλμού, πτερύγιο ματιού, πτερύγιο στα τσεχική, ploutev στα ελληνικά
πτερύγιο στα τσεχική