lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυλίγω στα τσεχική

Λέξη:
τυλίγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (14):
balit, halit, navinout, obalit, obklopit, obklopovat, obvázat, omotat, ovinout, ovázat, sbalit, zabalit, zahalit, zahalovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική τυλίγω, τυλίγω συνώνυμο, τυλίγω συνώνυμα, τυλίγω λεξικό, τυλίγω αγγλικά, τυλίγω στα τσεχική, balit στα ελληνικά
τυλίγω στα τσεχική