lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χτύπημα στα τσεχική

Λέξη:
χτύπημα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (38):
bití, bouchnutí, dopad, hod, hodit, hození, házení, házet, metání, mávání, nápor, náraz, otřes, pohled, poklep, projekce, promítání, průmět, rána, ráz, srážka, tah, tep, tlukot, troubit, vrh, vrhat, vrhnout, vrhání, vyhodit, vyhození, zdvih, záchvat, zásah, úder, úhoz, útok, švih
Σχετικές λέξεις:
τσεχική χτύπημα, χτύπημα σόντερς, χτύπημα στο πόδι, χτύπημα στο πλευρό, χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, χτύπημα στο νύχι, χτύπημα στα τσεχική, bití στα ελληνικά
χτύπημα στα τσεχική