lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τσιμέντο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cement
τσιμέντο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
cement, tmel
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
cement
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cemento
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ciment
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cemento
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sement
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
цемент, цементный
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
цимент
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tsement
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sementti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
cement, ragasztószer
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
cementas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cimento
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
ciment
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
цемент
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
cementowy

Σχετικές λέξεις

τσιμέντο portland, τσιμέντο τιμές, τσιμέντο ταχείας πήξεως, τσιμέντο τιταν, τσιμέντο στα δάση, τσιμέντο να γίνει, τσιμέντο titan, τσιμέντο αναλογίες, τσιμέντο άμμος αναλογία