lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τσιμπώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bite, nip, pinch, pull, smarter, tweak
τσιμπώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kousat, trhat, uštípnout, zaštípnout, štípat, štípnout
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kneifen, prickeln, zupfen, zwicken
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
svi
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pellizcar, picar, pizcar, requemar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brouter, picoter, pincer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pizzicare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
knipa, knipe, svi
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
щипать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knipa
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
näpistama
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
csipet, csípni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
beliscar, picar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ковток, кусати, кусатися, прищикнути, прищикувати, прищипнути, прищипувати, укус, укусити, ущипнути, шматок, щипати, щипнути, японець
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
szczypać