lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τύφλωση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blinder, blindness
τύφλωση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
slepota
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blenden, blindheit
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cegar, ceguedad, ceguera
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aveuglement, cécité, entichement, infatuation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cecità
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blindhet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ослепление, самообольщение, слепота
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blindhet
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sljepoća
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
vakság
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cegueira, ceguetas
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
slepota
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zaślepienie, ślepota

Σχετικές λέξεις

τύφλωση και εκπαίδευση, τύφλωση σκύλου, τύφλωση και παιδί, τύφλωση γάτας, τύφλωση εκ γενετής, τύφλωση ορισμός, τύφλωση σκύλων, τύφλωση αλλαγής, τύφλωση pdf, τύφλωση προσώπου