lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: υγραίνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
damp, dampen, humidify, moisten, wet
υγραίνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
namočit, navlhčit, omočit, pít, skropit, svlažit, vlhčit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anfeuchten, befeuchten, netzen, wässern
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chapotear, humectar, humedecer, mojar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arroser, bassiner, humecter, humidifier, madéfier, moitir, mouiller, tremper
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bagnare, inumidire, umettare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fukta, fukte, væte
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
намачивать, смачивать, увлажнять
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fukta
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njom
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
намочваць, увільгатняць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kastaa, kastella
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
humedecer, jumenta, rojar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
воложити, зволожте, змочити, змочувати, змочіться, мочити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zwilżać