lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: υπάκουος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amenable, docile, ductile, dutiful, meet, obedient, obey, submissive, tractable
υπάκουος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
poddajný, podrobený, pokorný, poslušný, povolný, učenlivý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
folgsam, fügsam, gehorsam
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
galant, lydig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disciplinado, dócil, obediente, sumiso
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
disciplinable, docile, obéissant, sage, soumis
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
docile, obbediente, remissivo, ubbidiente
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
galant, lydig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
покорный, послушен, послушливый, послушный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
galant, lydig
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
паслухмяны, слухмяны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alistuvainen, kuuliainen, nöyrä, oppivainen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poslušan
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
engedelmes, szófogadó
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dócil, obediente, sumiço
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
poslušný
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вид, відповідальний, відповідний, гнучкий, до, добрий, зговірливий, покірний, підсудний, різновид, слухняний, сорт, тип, тямущий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
posłuszny

Σχετικές λέξεις

υπάκουος συνώνυμα, υπάκουος συνωνυμο