lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: υπάλληλος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clerk, magistrate, officer, official, registrar, serviceman, white-collar
υπάλληλος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
důstojník, hodnostář, úředník
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angestellte, angestellter, beamte, beamter, offizier, polizist
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
embedsmand, kontorist, officer, polish
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
empleado, funcionario, oficial, oficinista
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agent, employé, fonctionnaire, gazier, magistrat, officier, postier, rond-de-cuir, édile
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
funzionario, impiegato, magistrato
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arbeidstaker, embetsmann, funksjonær, kontorist, polis, tollembetsmann
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клерк, служащий, чиновник
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kontorist, polis, tjänsteman
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чиновник
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
чыноўнік
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
upseeri
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
činovnik
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hivatalnok, tiszt, tisztviselő
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
empregado, funcionário, oficial, policial, polícia
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бюрократ, ввічливий, громадянський, молюск, цивільний, чиновник
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
urzędnik

Σχετικές λέξεις

υπάλληλος γραφείου, υπάλληλος αποθήκης, υπάλληλος τουριστικού γραφείου, υπάλληλος δικηγορικου συλλόγου, υπάλληλος βιβλιοπωλείου, υπάλληλος γραφείου στα αγγλικά, υπάλληλος γραφείου αθήνα, υπάλληλος υποδοχής, υπάλληλος english, υπάλληλος δήμου θήρας