lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: υπερασπίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
advocate, assert, defend, fend, justify, plead, pleaded, protect, save, vindicate, ward
υπερασπίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bránit, chránit, hájit, krýt, obhajovat, ochraňovat, ochránit, opatrování, zachovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
behüten, beschirmen, beschützen, schützen, verteidigen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
beskytte, forsvare, frede, vege
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abogar, amparar, defender, patrocinar, proteger, resguardar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
défendre, plaider, protéger, revancher, sauvegarder
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
difendere, laurearsi, parare, proteggere, riparare, tutelare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beskytte, forfekte, forsvare, frede, verge, verne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
защитить, защищать, оборонить, отстаивать, отстоять
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
edfästa, försvara, verde, värja, värna
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbroj, ruaj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
абараняць, засцерагаць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kaitsma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suojella
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
megvéd, védeni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
ginti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amparar, defender, guardar, patrocinar, preservar, proteger, resguardar, salvaguardar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
salva
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виправдується, відстоювати, відстояти, затверджувати, затвердити, захистити, захиститися, захистіть, захистіться, захищати, захищатися, заявити, заявляти, заявіть, оберігати, обстоювати, охороняти, перестережіть, посилатися, просити, прохати, підтримайте, підтримати, підтримувати, стверджувати, сядьте, твердити, утверджувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bronić, obronić

Σχετικές λέξεις

υπερασπίζω ή υπερασπίζομαι, υπερασπίζω συνώνυμα