lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: υπηρέτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attendant, gillie, knave, servant, underling
υπηρέτης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
holomek, sloužící, sluha, služebník, spodek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bube, diener, dienstbote, dienstmädchen, knecht, unter
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
husassistent, knægt, tjener
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
criado, servidor, sirviente
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
domestique, ministre, morte-paye, serviteur, valet
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
domestica, domestico, servitore, servo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tjener
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прощелыга, слуга, служитель, служка
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shërbëtor
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
слуга
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
teenija
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sluga, sluškinja
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
cseléd, szolga
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
tarnas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
criada, criado, servente, servidor
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
servitor
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
sluha
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
боєць, васал, людина, мужчина, прислуга, розвідник, скаут, слуга, службовець, служитель, чоловік
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
posługacz, sługa

Σχετικές λέξεις

υπηρέτης δύο αφεντάδων, υπηρέτης με δύο αφεντικά, υπηρέτης δύο αφεντάδων κείμενο, υπηρέτης δύο αφεντάδων υπόθεση, υπηρέτης δύο αφεντάδων ιωάννινα, υπηρέτης συνώνυμα, υπηρέτης για δύο αφεντικά, υπηρέτησ δύο αφεντάδων φιλιππίδησ, υπηρέτης δύο αφεντάδων θέατρο μουσούρη, υπηρέτησ 2 αφεντάδων