lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: υπόσχομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
engagement, pledge, promise, troth
υπόσχομαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
předpovídat, předpovědět, přislíbit, slib, slibovat, slíbit, závazek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geloben, versprechen, wort, zusage, zusagen, zusicherung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
love, løfte, tilsagn
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
palabra, promesa, prometer, prometido
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
engagement, expromission, jurer, promesse, promettre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
promessa, promettere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lova, love, løfte, tilsagn, tilsi, utlova
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обещание, обещать, сулить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lova, love, löfte, utlova
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
premtim
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обещание
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
абяцанне
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lupaus, luvata
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
megfogadni, megígérni, ígéret
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pažadas, perspektyva
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
oferecimento, promessa, prometer, prometido
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
sľub
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
буде, воля, віра, довіра, обіцянка, обіцянку, обіцяння, повинний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
obiecanka, obiecywać, obietnica, przyrzekać

Σχετικές λέξεις

υπόσχομαι συνώνυμα, υπόσχομαι ετυμολογία, υπόσχομαι αγγλικα, υπόσχομαι conjugation, το υπόσχομαι