lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φέρνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
avail, brine, bring, download, earn, fetch, get, import, reduce, yield
φέρνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
donášet, dovážet, dovézt, nést, přinášet, přinést, přivádět, přivést, přivézt, rodit, vynášet, vynést
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abführen, beibringen, beziehen, bringen, einbringen, eintragen, heranziehen, herbeiholen, herbeischaffen, herbringen, holen, kommen, zubringen, zuziehen, überbringen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bringe, frembringe, hente, indbringe, medføre
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aportar, coger, llevar, producir, traer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amener, apporte, apporter, porte, rapporter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
apportare, portare, recare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bringa, bringe, frembringe, hente, innbringe, medføre, yte
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приводить, приносить, приношение, сводить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
apportera, avhämta, bringa, hämta, medföra
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sjell
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прыводзіць, прынасiць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tooma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
noutaa, tuoda, viedä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elvezet, hoz, hozni, meghozni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aportar, elevar, trazer
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
aduce
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
prinesti
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
везти, вести, водити, возити, встановити, дайте, закінчити, закінчитися, закінчувати, закінчуватися, здати, зменшити, зменшувати, керувати, керівництво, класти, наводити, нести, носити, перевезти, перевозити, перенести, переносити, повести, покладати, покласти, поміщений, понижати, понизити, поставити, привезти, привести, приводити, привозити, призвести, принести, принесіть, приносити, припинити, припиняти, припиніться, притулити, притуляти, провести, проводити, проставити, свинець, свинцева, свинцевий, складати, скласти, скоротити, скорочувати, спрямовувати, спрямувати, ставити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przynosić, przynoszenie, sprowadzać

Σχετικές λέξεις

φέρει εις πέρας, φέρνω συνώνυμα, φέρνω εις πέρας αγγλικά, φέρνω σε επαφή, φέρνω σε δύσκολη θέση, φέρω σε πέρας, φέρνω στα γαλλικα, φέρνω στην επιφάνεια, φέρνω τα πάνω κάτω, φέρνω στα αγγλικα