lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φαινομενικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
apparently, conspicuously, externally, noticeably, obviously, ostensibly, outwardly, quasi, seemingly, visibly
φαινομενικά
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
patrně, samozřejmě, viditelně, zdánlivě
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anscheinend, augenfällig, augenscheinlich, bemerkbar, ersichtlich, merklich, offenbar, scheinbar, sichtbar
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
tydeligvis, åbenlys
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aparentemente, evidentemente
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apparemment, probablement, sensiblement, spécieusement, visiblement, évidemment
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
evidentemente, ovviamente
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tydeligvis, åpenlys
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luultavasti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
láthatóan, látszólag, nyilvánvalóan, színleg
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aparentemente, evidentemente
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pozornie, widocznie

Σχετικές λέξεις

φαινομενικά in english, φαινομενικά συνώνυμο, φαινομενικά λεξικό, φαινομενικά συνώνυμα, φαινομενικά αγγλικα