απρόσιτος στα αγγλικά απρόσιτος στα τσεχική απρόσιτος στα γερμανικά απρόσιτος στα δανική απρόσιτος στα ισπανικά απρόσιτος στα γαλλικά απρόσιτος στα ιταλικά απρόσιτος στα νορβηγικά απρόσιτος στα ρωσικά απρόσιτος στα σουηδικά απρόσιτος στα ουγγρική απρόσιτος στα πολωνική
μία στα τσεχική κουφός στα ρωσικά απόφαση στα βουλγαρικά τελωνείο στα ρωσικά νομοθετικός στα γερμανικά
απόφαση υπαγωγής ωφελούμενων στο πρόγραμμα «εξοικονόμηση κατ’ οίκον» μία αύξηση του εγχώριου επιτοκίου προκαλεί τη βραχυχρόνια υποτίμηση του (εγχώριου) νομίσματος κουφός nba τελωνείο κακαβιάς