lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάζω στα φινλανδικά

Λέξη:
βάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (7):
asettaa, panna, sovelluttaa, sijoittaa, harjoittaa, käytellä, käyttää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά βάζω, βάζω τόνους, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, βάζω τις λέξεις σε αλφαβητική σειρά, βάζω συνώνυμα, βάζω στόχους, βάζω στα φινλανδικά, asettaa στα ελληνικά
βάζω στα φινλανδικά