lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασανίζω στα φινλανδικά

Λέξη:
βασανίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (10):
ahdistaa, haitata, harmittaa, hätyyttää, kiduttaa, kiusata, piinata, vaivata, kyllästyttää, väsyttää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά βασανίζω, βασανίζω στα φινλανδικά, ahdistaa στα ελληνικά
βασανίζω στα φινλανδικά