lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βλάπτω στα φινλανδικά

Λέξη:
βλάπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (5):
tuho, vahinko, vaurio, huono, paha
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά βλάπτω, ρήμα βλάπτω, βλάπτω συνώνυμο, βλάπτω στα αγγλικά, βλάπτω παρακείμενοσ αρχαία, βλάπτω παρακείμενος, βλάπτω στα φινλανδικά, tuho στα ελληνικά
βλάπτω στα φινλανδικά