lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διευρύνω στα φινλανδικά

Λέξη:
διευρύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (6):
avartaa, laajentaa, leventää, levittää, laventaa, oikoa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά διευρύνω, διεύρυνση βικιλεξικο, διευρύνω συνώνυμο, διευρύνω στα αγγλικά, διευρύνω μεταφραση, διευρύνω λεξικο, διευρύνω στα φινλανδικά, avartaa στα ελληνικά
διευρύνω στα φινλανδικά