lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδοκιμάζω στα φινλανδικά

Λέξη:
επιδοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (5):
hyväksyä, ylistää, tunnustaa, vahvistaa, varmentaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά επιδοκιμάζω, επιδοκιμάζω συνώνυμο, επιδοκιμάζω σημασια, επιδοκιμάζω προταση, επιδοκιμάζω ορισμός, επιδοκιμάζω λεξικο, επιδοκιμάζω στα φινλανδικά, hyväksyä στα ελληνικά
επιδοκιμάζω στα φινλανδικά