lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργασία στα φινλανδικά

Λέξη:
εργασία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (22):
ahkeruus, ammatti, asema, asento, askare, homma, kanta, kohta, kulutus, käyttäminen, käyttö, käytäntö, olo, paikka, posti, sovellutus, tehtävä, teos, toimi, työ, työnteko, virka
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά εργασία, εργασία τώρα, εργασία στο εξωτερικό για έλληνες 2014, εργασία στο εξωτερικό, εργασία στην ελλάδα, εργασία στην αγγλία, εργασία στα φινλανδικά, ahkeruus στα ελληνικά
εργασία στα φινλανδικά