lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπνίζω στα φινλανδικά

Λέξη:
καπνίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (9):
höyrytä, polttaa, savu, savuta, tupakoida, kärventää, paahtaa, palaa, palohaava
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά καπνίζω, καπνίζω τα τσιγάρα μου, καπνίζω πούρα για σενανε χαμουρα, καπνίζω ονειροκρίτης, καπνίζω μπάφους και παίζω προ, καπνίζω μαύρο, καπνίζω στα φινλανδικά, höyrytä στα ελληνικά
καπνίζω στα φινλανδικά