lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πηγαίνω στα φινλανδικά

Λέξη:
πηγαίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (15):
alentua, aleta, astella, astua, joutua, kiiriä, kuljettaa, kulkea, kävellä, käydä, laskeutua, marssia, ohjata, seurata, viettää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά πηγαίνω, πηγαίνω χρόνοι, πηγαίνω συνώνυμα, πηγαίνω στο νηπιαγωγείο, πηγαίνω στα γαλλικά, πηγαίνω σε τόπους που μου θυμίζουν μια παιδική μου ζωγραφιά, πηγαίνω στα φινλανδικά, alentua στα ελληνικά
πηγαίνω στα φινλανδικά