σαρκοβόρος στα αγγλικά σαρκοβόρος στα τσεχική σαρκοβόρος στα ισπανικά σαρκοβόρος στα γαλλικά σαρκοβόρος στα νορβηγικά σαρκοβόρος στα ρωσικά σαρκοβόρος στα σουηδικά σαρκοβόρος στα λευκορωσίας σαρκοβόρος στα ουγγρική σαρκοβόρος στα πορτογαλικά σαρκοβόρος στα πολωνική
μεσημεριανό στα πορτογαλικά λοφίο στα σλοβακική ελκυστικός στα ουγγρική πιάνω στα τσεχική αγρότης στα δανική
πιάνω συνώνυμα μεσημεριανό γεύμα αγρότης ειδικού καθεστώτος ελκυστικόσ άντρασ