lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκύβω στα φινλανδικά

Λέξη:
σκύβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (12):
kaarevuus, kaarre, kaarros, kaartaa, kallistaa, kuolla, kääntää, köyristyä, mutka, taipua, taivuttaa, vääntää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά σκύβω, σκύβω το κεφάλι, σκύβω στα αγγλικά, σκύβω και προσκυνώ το λείψανο σου ελλάδα, σκύβω εκεί κάθε βράδυ, σκύβω english, σκύβω στα φινλανδικά, kaarevuus στα ελληνικά
σκύβω στα φινλανδικά