lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στάση στα φινλανδικά

Λέξη:
στάση (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (25):
asema, asenne, asento, asianlaita, ehto, esiintyminen, kanta, katko, kohta, kunto, käytös, loma, olo, paikka, posti, pysähdys, pysäkki, ryhti, sääty, tauko, tila, tilanne, valtio, väli, väliaika
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά στάση, στάση του νίκα, στάση του λωτού, στάση στο χαλάνδρι, στάση ιντράνι, στάση εργασίας ποε οτα, στάση στα φινλανδικά, asema στα ελληνικά
στάση στα φινλανδικά