lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρώω στα φινλανδικά

Λέξη:
τρώω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (4):
omistaa, ruokailla, syödä, hotkaista
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά τρώω, τρώω τα νύχια μου, τρώω συνώνυμα, τρώω συνέχεια, τρώω ονειροκρίτης, τρώω ξύλο, τρώω στα φινλανδικά, omistaa στα ελληνικά
τρώω στα φινλανδικά