lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φοιτητής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
apprentice, disciple, exceptional, learner, pupil, scholar, schoolboy, schoolchild, student
φοιτητής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nováček, odchovanec, stoupenec, učedník, učeň, začátečník, školák, žák
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anhänger, jünger, lehrling, schuljunge, schüler, student
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
discipel, elev, lærling, student, studerende, tilhænger
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alumno, aprendiz, discípulo, educando, escolar, estudiante, partidario, seguidor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apprenti, disciple, poulain, écolier, élève
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allievo, alunno, apprendista, discepolo, principiante, scolaro, seguace, studente
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
disippel, elev, læregutt, lærling, student
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
учащийся, ученик, школьник
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
elev, lärling
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nxënës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ученик
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вучань, школьнік
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
jünger, õpilane
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harjoittelija, kasvatti, kisälli, oppilas, oppipoika
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
učenik
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
diák, gyakornok, inas, iskolás, iskolásfiú, tanonc, tanuló, tanítvány
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
apaštalas, mokinys, moksleivis, studentas, tyrinėtojas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alumio, aluno, aprendiz, discípulo, estudante, partidário
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
ucenic
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вихованець, зіниця, послідовник, робітник, учениця, учень, школяр, школярик
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
uczeń

Σχετικές λέξεις

φοιτητής και στην κουζίνα, φοιτητής μερικής φοίτησης, φοιτητής και κάρτα ανεργίας, φοιτητής στα ψέματα, φοιτητής θάνος αξαρλιάν, φοιτητής στην καβάλα. η επιστροφή, φοιτητής ορισμός, φοιτητής από την ταϊβάν εντόπισε το μοιραίο boeing, φοιτητής ιατρικής, φοιτητής στην αγγλία