lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φουσκάλα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alveolus, bladder, blain, bleb, blister, blistering, bubble, honeycomb, pimple, vesicle, wheal
φουσκάλα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bublina, měchýř, měchýřek, puchýř
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blase, bläschen, gallenblase
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
blås, blære, vable
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ampolla, burbuja, vejiga, vesícula
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ampoule, bulle, cloque, grillent, soufflure, vessie, vésicule
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bolla, galla, vescica
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blemma, blemme, blåsa, blære, vable
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
волдырь, пузырек, пузырь, пузырёк, фолликул
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blemma, blåsa, bubbla, porla
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бурбалка, вадыр, гуз, пухір
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
põis, rakk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kupla, pore, rakko, virtsarakko
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
balon, mjehurić, plik
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
buborék, hólyag, húgyhólyag, zárvány
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pūslė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ampola, bexiga, bolha, borbulha, pompa, vesícula
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
bublina
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
балон, бульбашка, бульбашку, колба, лампочка, луковиця, міхур, плавати, плинути, плисти, плити, поплавець, поплисти, проноситись, пузир, пузирчик, пухир, пухирець, сосок, фіал, цибулина
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bąbel, pęcherz, pęcherzyk

Σχετικές λέξεις

φουσκάλα στο πόδι, φουσκάλα στο στόμα, φουσκάλα στον ουρανίσκο, φουσκάλα στο πετσάκι, φουσκάλα στον πρωκτό, φουσκάλα από κάψιμο, φουσκάλα στο μάτι, φουσκάλα στο χέρι, φουσκάλα στα χείλη, φουσκάλα στην πατούσα