lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φράζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bar, block, obstruct
φράζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
překážet, ucpat, uzavřít, vadit, zacpat, zahradit, zatarasit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hindern, versperren
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bom, hindre
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
barrear
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
barrer, barricader, bâcler, embarrasser
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
asserragliare, bloccare, impedire, ingombrare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blokk, bom, hindra, hindre
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
загораживать, заграждать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avspärra, block, bom, hindra
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
barrar, interceptar, tapar, trancar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
tarasować

Σχετικές λέξεις

φράζω σημασια