lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φυλαχτό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amulet
φυλαχτό
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
amulet
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
amulett
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
amulet
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amuleto, talismán
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amulette, gris-gris, mascotte, porte-bonheur, talisman
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amuleto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
amulett
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
амулет, талисман
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amulett
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
амулет
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amuleto
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
amulet
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
амулет, ліки, медицина, препарат, фетиш, чари
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
amulet

Σχετικές λέξεις

φυλαχτό για το μάτι, φυλαχτό μπολάνιο, φυλαχτό για νεογέννητα, φυλαχτό αυτοκινήτου, φυλαχτό να τη φυλάει, φυλαχτό translation, φυλαχτό ονειροκρίτης, φυλαχτό στα αγγλικα, φυλαχτό μετάφραση, το φυλαχτό