lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φυσικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blue-collar, bodily, carnal, corporal, corporeal, manual, physical, physicals, sexual
φυσικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
fyzický, fyzikální, hmotný, smyslný, tělesný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
körperlich, leiblich, physikalisch, physisch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fysisk, legemlig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carnal, corporal, corpóreo, físico, material
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
charnel, corporel, matériel, physique, somatique
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carnale, corporale, corporeo, fisico, materiale
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fysisk, kjødelig, legemlig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
телесный, физический
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fysisk
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
фізічны, цялесны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
fysikaalinen, ruumiillinen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fizikai, testi
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
fizinis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carnal, corporal, corpóreo, físico, material
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
fizic
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зовнішній, тілесний, фізичний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
cielesny, fizyczny

Σχετικές λέξεις

φυσικός τοκετός, φυσικός χυμός πορτοκάλι θερμίδες, φυσικός αριθμός, φυσικός λογάριθμος, φυσικός χυμός πορτοκάλι, φυσικός νόμος, φυσικός λιποδιαλύτης, φυσικός αερισμός, φυσικός χυμός, φυσικός κόσμος