lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: φύλο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sex, weed
φύλο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
plít, pohlaví, sexualita
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
genus, geschlecht, sex, sexualität, sexus
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
køn
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escardar, sexo, sexualidad
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sarcler, sexe, sexualité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sesso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjønn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пол, секс
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjini
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пол, род
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
падлога, пол
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
sugu
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suku, sukupuoli
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spol
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
nem, szex
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
lytis, seksualumas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
género, pavimento, piso, sexo, sexualidade
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
spol
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
sex
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лан, міст, настил, полом, підлога, піл, рід, тротуар
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pleć, seks

Σχετικές λέξεις

φύλο συκής, φύλο εμβρύου, φύλο μωρού, φύλο και νέα εκπαιδευτικά και εργασιακά περιβάλλοντα στην κοινωνία της πληροφορίας, φύλλο εφημερίδας, φύλλο κρούστας, φύλλο κουρού, φύλλο χαρτί, φύλο και γλώσσα, φύλο άρρεν