lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: χαϊδεύω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
caress, fondle, stroke
χαϊδεύω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hladit, hlazení, laskat, laskání, lichotit, pohladit, pohlazení
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hätscheln, kosen, liebkosen, streicheln
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kjole, smedning, stryge, styrke
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acariciar, caricia
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cajoler, caresser, flatter, frôler
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accarezzare, carezza, vezzeggiare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjæle, kjærtegne, klappa, smekning, stryka, stryke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гладить, ласкать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klappa, smeka, smekning, stryka
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hivellä, hively, hyväillä, hyväily, sively
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
löket, simogatni, simogatás
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acariciar, afagar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
mângâia
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ласка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
głaskać

Σχετικές λέξεις

χαϊδεύω english, χαϊδεύω ονειροκρίτης, χαϊδεύω στα αγγλικά, χαϊδεύω συνώνυμα, χαϊδεύω τα αυτιά