lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: χειραφέτηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deliver, deliverance, disengagement, emancipation, exemption, exoneration, liberation, quittance, redemption, release, riddance
χειραφέτηση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
emancipace, oproštění, osvobození, porod, propuštění, uvolňování, vydání, vykoupení, vyplacení, vysvobození, zproštění
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausgabe, befreiung, emanzipation, erlösung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
befrielse, frigørelse, fritagelse
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
emancipación, liberación
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affranchissement, délivrance, exemption, libération, manumission, relaxation, relaxe, émancipation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
emancipazione, esonero, liberazione, scarcerazione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
befrielse, dispensasjon, frigjørelse, frigjøring, fritagelse
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
избавление, освобождение, эмансипация
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
befrielse, emancipation
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lirim
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
еманципация, избавление, освобождение
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
апаражненне, апростванне, ачышчэнне, вызваленне, звальненне
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vapautus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oslobođenje
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
emancipáció, felszabadulás, felszabadítás
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
emancipacija
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
despido, emancipais
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
oslobodenie
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вибачати, вибачення, вибачити, виголошення, визволення, викуп, виплата, виправдання, випуск, випускати, випустити, виселення, відставка, відхилення, відшкодування, допомога, емансипація, звільнення, звільнити, звільнювати, звільняти, квитанція, компенсація, контрибуція, недоторканість, оплата, передавати, передати, передача, повертання, полегшення, полегшити, полегшувати, привілей, причина, пробачати, пробачення, пробачити, простити, прощати, підкріплення, пільга, розмаїтість, розписка, розподіл, скидання, спокутування, увільнення, імунітет
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
emancypacja, oswobodzenie, uwolnienie, wyzwolenie

Σχετικές λέξεις

χειραφέτηση συνώνυμο, χειραφέτηση ορισμός, χειραφέτηση γυναικας, χειραφέτηση της γυναίκας, χειραφέτηση λεξικό, χειραφέτηση των μαύρων