lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: χορτοφάγος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vegetarian
χορτοφάγος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
vegetarián, vegetariánský
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vegetarier, vegetarisch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
vegetarianer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vegetariano
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
végétalien, végétarien
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vegetabilisk, vegetarianer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вегетарианец, вегетарианский
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vegetabilisk, vegetarianer
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вегетарыянскі
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kasvissyöjä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vegetarijanac
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
vegetáriánus
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vegetariano
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вегетаріанець, вегетаріанський
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
jarosz, jarski

Σχετικές λέξεις

χορτοφάγος καρχαρίας, είμαι χορτοφάγος