lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: χρόνος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
annum, period, tense, tide, time, twelvemonth, year
χρόνος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chvíle, dnešek, doba, epocha, období, perioda, poločas, rok, ročník, současnost, čas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausfallzeit, jahr, jahrgang, periode, sprechstunde, uhrzeit, zeilenvorschub, zeit, zeitabschnitt, zeitform, zeitpunkt
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fortid, futurum, fødselsår, periode, præsens, tempus, tid, år
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aburrir, año, aľo, epíteto, periodo, período, tiempo, época
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
an, anneau, année, après-ski, après-souper, chauffe, chronométrer, cueillage, harengaison, hiver, intermède, magistrature, moment, portée, présent, prétérit, période, rattraper, stage, temps, vacation, époque
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
annata, anno, epoca, momento, ora, periodo, tempo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fortid, framtid, futurum, fødselsår, klokkeslett, nåtid, oppta, periode, presens, skuddår, tempus, tid, år, årstall
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
времечко, время, год, период
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tempus, tid, år, årtal
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
afat, kohë, mot, periudhë, vit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
време, година, период
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
год, пагода, прошедшее
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
aasta, aeg
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aika, aikakausi, ajanjakso, ajankohta, jakso, vuosi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
doba, godina, razdoblje, vrijeme
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
esztendő, idő, év
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
laikas, laikotarpis, metai
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ano, hora, lapso, temporada, época
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
an
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
doba, leto
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
čas
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гартувати, день, доба, загартовувати, загартувати, літа, мешкання, помешкання, привчати, привчити, проживання, прочитаний, прочитані, прочитати, рік, сезон, тлумачити, час, читати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
czas, rok

Σχετικές λέξεις

χρόνος κομοτηνή, χρόνος έκδοσης διαβατηρίου, χρόνος ημιζωής, χρόνος προθρομβίνης, χρόνος ημίσειας ζωής, χρόνος περιοδικό, χρόνος αποφθέγματα, χρόνος απόκρισης, χρόνος βρασμού αυγού, χρόνος δημιουργίας οικοπέδου