lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: χωριάτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
countryman, hick, peasant, rustic, swain, villager, yokel
χωριάτης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
rolnický, rolník, sedlák, venkovan, venkovský, vesnický, vesničan
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bauer, bauernbursche, dorfbewohner, landmann, landwirt
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bonde
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aldeano, campesino, rústico, villano
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
campagnard, manant, paysan, villageois
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bifolco, campagnolo, contadino, rurale, rusticano
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bonde
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
деревенский, крестьянин, сельчанин, селянин
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fshatar
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
talupoeg
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kyläläinen, maalainen, talonpoika
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ratar
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ember, falusi, paraszt
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
campesino, camponês, capotes, rústico
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wieśniak

Σχετικές λέξεις

χωριάτης bet, χωριάτης συνώνυμα, ο χωριάτης