lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ψιθυρίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
low, murmur, susurration, whisper
ψιθυρίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bublat, bublání, hučet, našeptat, našeptávat, pošeptat, reptat, reptání, šelestit, šepot, šeptat, šeptnout, ševelit, šum, šumot, šumět, šuškat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
flüstern, geflüster, geflüstert, lispeln, murmeln, tuscheln, wispern, zischeln
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hviske, kny
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuchichear, cuchicheo, murmullo, murmurar, susurrar, susurro
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chuchotement, chuchoter, murmure, murmurer, souffler, susurrement, susurrer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bisbigliare, mormorio, sussurrare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hviske, kny, viska
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шепот, шептать, шёпот
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
viska
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
шаптаць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuiskata
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
susogni, suttogni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adocicar, cochichar, murmurar, segredar, segregar, sussurrar, sussurro
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
šepot
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шепотіти, шептати, шепіт
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
szept, szeptać

Σχετικές λέξεις

ψιθυρίζω συνώνυμα, ψιθυρίζω ονειροκριτης, ψιθυρίζω στα αγγλικά, ψιθυρίζω αγγλικα, ψιθυρίζω μεταφραση, και ψιθυρίζω