άβολα συνώνυμα, άβολα στα αγγλικα
βιβλιοθηκάριος δόνηση χλευάζω μπουκάλι ψελλίζω εύθυμος νοίκι χωνί αλεύρι φόβος παρών αράχνη ανάμνηση επισπεύδω σκανδαλώδης παραλήρημα διεκπεραίωση έδαφος ακονίζω τρικλίζω