άζωτο λίπασμα, άζωτο στα ελαστικά, άζωτο ουρίασ αίματοσ, άζωτο ουρίας, άζωτο ν, άζωτο στα φυτά, άζωτο βικι, άζωτο για φυτα, άζωτο στα αγγλικα, άζωτο μετάφραση
κρύος κασκόλ μάγος καρδινάλιος πιάνω υποσιτισμός χειροκρότημα γλώσσα κοιλιά ευθύς φιλικός φιλαργυρία ντόπιος διάταξη κουνώ βουλώνω αντίρρηση συλλέγω ευμεταβλησία γκρινιάρης