άλλοτε ετυμολογία, άλλοτε τώρα, άλλοτε λεξικό, άλλοτε επίρρημα, άλλωστε συνώνυμα, άλλωστε συνώνυμο, σαν άλλοτε
επίδεσμος μπετόν ζώο ομοφυλοφιλία ανεπαρκής σαγηνεύω κηπουρική εξάτμιση ειδοποιώ εμφανής μεραρχία φύση γίνομαι αρχαιότητα ορειβασία υλικός κρατώ ισοζύγιο νόστιμος προηγούμαι