lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: άναυδος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dumb, inarticulate, mum, mute, muted, silent, speechless, tacit, wordless
άναυδος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bezhlučný, mlčenlivý, nehlučný, němý, oněmělý, tichý, zamlklý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geräuschlos, schweigend, sprachlich, sprachlos, still, stimmlich, stumm
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
målløs, stille, stum, ustemt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
callado, mudo, silencioso
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aphasique, haïr, muet, silencieux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cheto, muto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
målløs, stille, stum, taus, ustemt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безгласен, безгласный, безмолвный, молчаливый, немой
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stum
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
memec
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
нямы
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tumm, vaikne
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hiljainen, mykkä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
néma
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
bežadis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
calado, mudo, silencioso
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
nemý
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безмовний, мовчазний, мовчати, німий, німою, німої, німій
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
niemy

Σχετικές λέξεις

άναυδος ετυμολογία, άναυδος έμεινε το μεσημέρι ένας ψαράς στην πρέβεζα όταν διαπίστωσε, άναυδος blog, άναυδος συνώνυμο, άναυδος λεξικο, έμεινα άναυδος